Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Νίκος Γκάτσος – 100 χρόνια από τη γέννησή του
Γ. Κοκκινάκος

Νικημένο μου ξεφτέρι
δεν αλλάζουν οι καιροί
με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί…
(Από το τραγούδι του Κεμάλ)

100 χρόνια από τη γέννησή του λοιπόν, αλλά μας φαίνεται σα να βρισκόμαστε 100 χρόνια από το θάνατό του, ο οποίος συνέβη πριν μόλις μερικά χρόνια…..
Είναι τόσες και τέτοιες οι αλλαγές…..ραγδαίες και σαρωτικές που πρόσωπα σαν τον Γκάτσο φαντάζουν ότι ανήκουν σε μακρινούς, αλλοτινούς καιρούς. Το Κοσμοείδωλο των ανθρώπων άλλαξε, οι ιδέες αντικαταστάθηκαν με αναλώσιμα, και  αντικείμενα και η ανταλλαγή ιδεών αντικαταστάθηκε με ανταλλαγή αντικειμένων. Οι ηθικές αξίες και οι ιδέες έδωσαν τη θέση τους στα καταναλωτικά αγαθά. Η σκέψη, η βραδύτητα, ο στοχασμός και ο αναστοχασμός έδωσαν τη θέση τους, στην ταχύτητα, στον έχειν, στο φαίνεσθαι.
Ο τρόπος και η αισθητική του Γκάτσου φαντάζουν σήμερα σαν παλιομοδίτικα.
Οι άνθρωποι «κατοικούν» στο εγώ, φενακίζοντας τη συνείδησή τους, αλλοτριωμένοι απ’ τις σειρήνες του καπιταλισμού, ο οποίος υμνώντας την ατομικότητα με έναν τρόπο κίβδηλο και επιφανειακό μεταμόρφωσε ακριβώς τους ανθρώπους όλους ίδιους, με μία άνευ προηγουμένου μαζική κοινωνική κλωνοποίηση. Όλοι μοιάζουν πληκτικά πλέον, χάνοντας ακριβώς την ατομικότητά της, τη μοναδικότητά τους. Στο όνομα δήθεν της επιθυμίας, το σύστημα ικανοποιώντας το «εδώ και τώρα» σε ένα ηδονοθηρικό πλαίσιο, σκότωσε στ αλήθεια την επιθυμία, υποκαθιστώντας την με ότι το Μάρκετινγκ και η διαφήμιση ορίζει ως επιθυμία.
Ο Γκάτσος «τρύπησε» το χρόνο, τα γεγονότα, την ύλη με το «διαβολικό» πνεύμα του κομίζοντας ανατρεπτικά σχήματα, ιδέες, συμπεριφορές.
Μακριά από την δημοσιότητα, τις δημόσιες σχέσεις, την πολυλογία, την επιτήδευση μακριά από τις απαιτήσεις της αγοράς, του φακού και τής κοσμικότητας, συγκρότησε ένα ορόσημο ευλογημένο και δυσεύρετο στις μέρες μας, αποτελεί πλέον εμβληματικό
πρόσωπο για την Ελλάδα, το πνεύμα της, τον πολιτισμό της.
Ποιητής του ενός ποιήματος (η Αμοργός, το μοναδικό του ποίημα εκδόθηκε μέσα στην γερμανική κατοχή, το 1943), δεν χρειάστηκε να πει σχεδόν τίποτε άλλο. Με ένα ποίημα, βρήκε και μας παρέδωσε το λεπτό νήμα που συνδέει, τον Ηράκλειτο, τον Κολοκοτρώνη και τον Α. Μπρετόν
«Με την πατρίδα τους δεμένη στα  πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια….»
Έτσι αρχίζει η « Αμοργός» και τελειώνει.
«Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάνω ένα κέντημα….
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με πόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
Τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.»
Τι άλλο χρειάζεται άραγε να πει κανείς για την Ελλάδα του 2011; Έτσι συμπυκνώνει, μετουσιώνει και προβάλλει στο μέλλον η μεγάλη ποίηση…..
Τι πάει να πεί ο τίτλος «Αμοργός»; Αρκαδία κάτι άλλο ή είναι ένα χιούμορ εις βάρος του αναγνώστη που αιωνίως θα ρωτά; Ο Ν. Γκάτσος, σιωπηλός, αινιγματικός, λιγομίλητος και στοχαστικός πήρε το μυστικό μαζί του.
Νεαρός όταν ανέβηκε στην Αθήνα απ’ την Ασέα της Αρκαδίας, 18 χρονών ήταν δεν ήταν και παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, ήλθε έτοιμος. Φορτωμένος με τις  αποσκευές της δημώδους ποίησης, της αρχαιοελληνικής γραμματείας, αλλά και γνώστης του πρωτοεμφανιζόμενου τότε υπερρεαλιστικού κινήματος. Πως συνέβη αυτό; Μία ακόμα μεταφυσικότητα μέσα
στο  «ρούν της μυστηριώδους ζωής του».
Έβαλε ο Θεός σημάδι, παληκάρι στα Σφακιά και ο πατέρας του στον Άδη, άκουσε μία ντουφεκιά, τραγούδησε η συγκλονιστική φωνή του Ξυλούρη. Όλοι πιστεύουμε
ότι οι στίχοι ανήκουν στην παράδοση, έρχονται  από παλιά Κι όμως είναι στίχοι του Ν. Γκάτσου. Αυτός ήταν ο Ν. Γκάτσος, πάνω απ’ το χρόνο. Πάνω απ’ την ύλη, πάνω από τη φθορά, με ένα ανθρώπινο μερτικό στην μνήμη και την αθανασία……
Η άγρια χαρουπιά
Γ. Κοκκινάκος

Με λίγα σπουργίτια , μία βρύση και κανέναν άνθρωπο,
μ' αυτά μόνον, γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.
Οδ. Ελύτης (εκ του πλησίον)

Απόγευμα. Αργόσερνε τα βήματα  του  επιστρέφοντας το βράδυ-βράδυ από τον κάμπο στο χωριό. Εκεί τον πετύχαμε σέρνοντας τα κουρασμένα βήματα του, ξεκάρφωτα, ξεβίδωτα. Εγώ με το γέρο πατέρα μου είχαμε πάει στο κτήμα μας για να δούμε τα ζώα μας. Γυρνά και μου λέει στην ερώτηση μου πόσο χρονών είναι αυτός ο γέρος : Δεν ξέρω. Εγώ που είμαι επίσης γέρος, έτσι τον θυμούμαι. Μπορεί να γεννήθηκε έτσι. Θα ναι πάντως 400 ετών! Τον κοίταξα χαμογελώντας, πιάνοντας τη μεταφορά στο  λόγο του.
Γιατί αυτός ο γέρος όντως ερχόταν από πολύ μακριά. Τότε όμως δεν ήξερα ότι πάει επίσης πολύ μακριά. Τόσο μακριά ,για να τον θυμούμαι ακόμα και τώρα, σήμερα, στις μέρες μας, στην εποχή μας. Την δυσεξήγητη, την απρόοπτη, την ρευστή, την φτωχή μέσα στον πλούτο της, την ανόητη μέσα στην νόηση, την βλακώδη μέσα στην ευφυΐα της, την δυστυχισμένη μέσα στην ευτυχία της.
Είδαμε τα ζώα μας και φύγαμε βιαστικά μην μας πάρει το βράδυ. Ξαναείδαμε εκείνο το γέρο καθισμένο στην άκρη του δρόμου, να κεντρώνει με προσοχή, με υπομονή,  μια άγρια χαρουπιά που είχε φυτρώσει μόνη της. Κεντρομόλος, μεριμνητικός, αφοσιωμένος τόσο που δεν μας έβλεπε ενώ είμαστε μπροστά του. Ασκητικός, απερίσπαστος, δοσμένος απόλυτα σ’ αυτό που έκανε. Κέντρωνε μια άγρια χαρουπιά, χωρίς να είναι δική του, έτσι, χωρίς αντάλλαγμα, χωρίς όφελος, χωρίς υστεροβουλία. Απλώς έβαζε ένα λιθαράκι για να γίνει ο Κόσμος πιο όμορφος. Μας έριξε μια ματιά και θυμάμαι ακόμα τα μάτια του. Μου φάνηκε πως κοίταγαν μάλλον προς τα μέσα παρά προς τα έξω. Είναι μια εικόνα απ’ το παρελθόν αλλά μήπως είναι και μια εικόνα που πάει και προς το μέλλον; Οπωσδήποτε και δεν ήξερε τίποτα για ότι σήμερα αποκαλούμε κουλτούρα του δημόσιου χώρου, οικολογία ή συλλογική συνείδηση, όμως και δεν είχε πάνω του τίποτα στρεβλό, απ’ ότι σε μας σήμερα έχει σωρεύσει η επιστήμη, ο πολιτισμός, η εκπαίδευση, η ανάπτυξη, ο τεχνολογικός πολιτισμός, η σύγχρονη ανεπτυγμένη κοινωνία.
Απλώς είχε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό απ’ το σημερινό δικό μας, Κοσμοείδωλο. Αλλού έβρισκε νόημα για τη ζωή και τον εαυτό του, άλλες φαντασιακές σημασίας είχε στο νου και την καρδιά του για το Σύμπαν.
Έτσι όπως τον θυμούμαι προσωποποίηση της μέριμνας για το καλό, της φιλικότητας για τη φύση, της βραδύτητας και μιας άλλης σχέσης με το χρόνο, νομίζω πως θα ζει ακόμη. Μα τώρα πια θα κοιτάει τον Κόσμο δακρυσμένος…

Αφιερώνεται στο φίλο Μανώλη
που μου χάρισε αυτή την αφήγηση